Ως συνταγματική έκρινε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτE) τη διαδικασία του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές Υγείας, καθώς απέρριψε την αίτηση ακύρωσης που είχε καταθέσει η ΠΟΕΔΗΝ. Ωστόσο, πέντε Σύμβουλοι έκριναν πως το μέτρο της αναστολής των καθηκόντων είναι «δυσανάλογο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ο νομοθέτης όφειλε να προβλέψει την καταβολή ενός ελάχιστου ποσοστού αποδοχών».
Πιο αναλυτικά, με την υπ’ αριθμόν 1684/2022 απόφαση της Ολομέλειας απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της ΠΟΕΔΗΝ κατά της Δ1α/ΓΠ.οικ.50933/13-8-2021 αποφάσεως των Υπουργού και Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας «Διαδικασία και λόγοι απαλλαγής από την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού».
Όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση του ΣτΕ, «το μέτρο του εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού, πλην συνταγματικώς ανεκτή, εφ’ όσον, κατά τα ανωτέρω, προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα και παρέχεται δυνατότητα εξαιρέσεως από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται».
Κατά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η «ως άνω δε παρέμβαση, εφ’ όσον κρίνεται, σύμφωνα με τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα, αναγκαία και πρόσφορη για την προστασία της υγείας τόσο των ίδιων των εμβολιαζομένων όσο και τρίτων (λ.χ. ατόμων που δεν έχουν ακόμη εμβολιασθεί, ατόμων που δεν επιτρέπεται για ιατρικούς λόγους να εμβολιασθούν) δεν είναι δυσανάλογη για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού».
«…Εξ άλλου, η εμφάνιση σε στατιστικώς πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων σοβαρών παρενεργειών ορισμένων εμβολίων δεν καθιστά συνταγματικώς ανεπίτρεπτη τη νομοθετική πρόβλεψη του υποχρεωτικού εμβολιασμού και είναι πάντως ανεκτή χάριν του δημοσίου συμφέροντος, εν όψει και της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος)…» επισημαίνεται ακόμη.
Όπως αναφέρεται οι υγειονομικοί εν γένει αποτελούν ομάδα επαγγελματιών που εκτίθεται ιδιαίτερα σε κίνδυνο μολύνσεως από τον ιό. Για το λόγο αυτό επιφυλάχθηκε από το νομοθέτη απόλυτη προτεραιότητα κατά τον εμβολιασμό «λόγω της κομβικής σημασίας της ομάδας αυτής στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσεως, του αυξημένου κινδύνου νόσησης, αλλά και της ιδιαίτερης ευθύνης αποσοβήσεως κινδύνου βλάβης λόγω μεταδόσεως της νόσου στους νοσηλευόμενους και στα λοιπά ευάλωτα άτομα που βρίσκονται υπό τη φροντίδα τους»
«Με βάση τα ανωτέρω, το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού του εν γένει προσωπικού των δομών υγείας δεν είναι προδήλως δυσανάλογο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτό συνταγματικής τάξεως σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην προστασία της δημόσιας υγείας, εφ’ όσον ο νομοθέτης έχει λάβει υπ’ όψιν τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο της θεσπίσεώς του επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα, όπως τούτα έχουν αναλυτικά εκτεθεί προηγουμένως» επισημαίνεται.
Για την αναστολή
Σε ότι αφορά το καθεστώς της αναστολής όσων υγειονομικών δεν δέχθηκαν να εμβολιαστούν, η Ολομέλεια του ΣτΕ απεφάνθη πως «το εν λόγω μέτρο αποσκοπεί στο να υποχρεώσει εκείνους στους οποίους αφορά να εμβολιασθούν, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός του νομοθέτη, δηλαδή μέσω του εμβολιασμού του συνόλου του προσωπικού που απασχολείται στις δομές υγείας να προστατευθεί η δημόσια υγεία και να αποτραπεί η περαιτέρω διάδοση του κορωνοϊού εντός αυτών».
Σύμφωνα με το ΣτΕ »το μέτρο αυτό δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Και τούτο, διότι η αναστολή καθηκόντων και οι εντεύθεν συνέπειες αυτής, αφ’ ενός αποβλέπουν στην τήρηση της νόμιμης υποχρέωσης εμβολιασμού, ώστε αυτή να μην μείνει κενό γράμμα, αφ’ ετέρου ισχύουν όχι επ’ αόριστον αλλά μέχρι την επαναξιολόγηση του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, η οποία, πάντως, πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος».
Ωστόσο, κατά τη γνώμη, πέντε Συμβούλων «το μέτρο της αναστολής καθηκόντων με όλες τις προαναφερθείσες παρεπόμενες συνέπειες είναι δυσανάλογο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ο νομοθέτης θα όφειλε να προβλέψει την καταβολή ενός ελάχιστου ποσοστού αποδοχών»
Επίσης, «κατά την ειδικότερη δε γνώμη δυο από τους παραπάνω συμβούλους η επίμαχη ρύθμιση, αντίκειται και στην κατοχυρούμενη από το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος αρχή της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου