Επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είχε δρομολογηθεί μια σημαντική
μεταρρύθμιση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, με επίκεντρο την καθιέρωση του οικογενειακού γιατρού και της διεπιστημονικής ομάδας υγείας (νοσηλευτής-επισκέπτης υγείας-κοινωνικός λειτουργός), οι οποίοι αποτελούν το πρώτο σημείο «επαφής» του πολίτη με το σύστημα υγείας, παρέχοντας υπηρεσίες σε αποκεντρωμένες δημόσιες δομές (τις ΤΟΜΥ).
Με το νομοσχέδιο για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας υλοποιείται η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας.
Περιορίζεται η πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες δημόσιας υγείας, αφού εισάγονται κριτήρια ελεύθερης αγοράς και αποδυναμώνεται η διεπιστημονική λειτουργία του υπέρ μιας ιατροκεντρικής λογικής.
Αντί για επένδυση στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας και στο ανθρώπινο δυναμικό του, με σοβαρή αύξηση των αποδοχών, αναβάθμιση των συνθηκών εργασίας και εκπαίδευσης και ειδικά κίνητρα προσέλκυσης ιατρών σε «άγονες» δομές και ειδικότητες, η κυβερνητική επιλογή είναι τα ΣΔΙΤ, οι συγχωνεύσεις των δημόσιων δομών της ΠΦΥ, περιορισμοί στην πρόσβαση, μετακύλιση του κόστους στον πολίτη και εξυπηρέτηση επιχειρηματικών συμφερόντων.
Χρειάζεται ιδιαίτερη μέριμνα και βέβαια ιδιαίτερη προσέγγιση, και νομοθετική, για τα ΚΥ αγροτικού τύπου και τα αγροτικά ιατρεία ιδίως σε περιοχές άγονες, δύσκολα προσβάσιμες (ορεινές και νησιωτικές) και απομακρυσμένες σε σχέση με τα αστικά κέντρα.
Χρειάζονται κίνητρα, θεσμικά και οικονομικά, και βέβαια
αποτελεσματική αντιμετώπιση του θέματος της μεταφοράς των ασθενών με ασθενοφόρα, που είτε δεν υπάρχουν ή είναι συνεχώς «χαλασμένα», είτε δεν υπάρχουν οδηγοί που να καλύπτουν τις βάρδιες.
Χρειάζονται συνέργειες με το ΕΚΑΒ. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι αναγκαία η ίδρυση σταθμών του ΕΚΑΒ σε τοποθεσίες που να εξυπηρετούν ευρύτερες άγονες και απομακρυσμένες περιοχές, όπως ενδεικτικά η Γορτυνία στην Αρκαδία, και όχι μόνον.
Ο βουλευτής Αρκαδίας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Γιώργος Παπαηλιού, μιλώντας στην Ολομέλεια της Βουλής, για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας «Γιατρός για όλους… », είπε, μεταξύ των άλλων τα εξής :
Άλλο ένα νομοσχέδιο με επικοινωνιακά χαρακτηριστικά, όπως προκύπτει και από τον τίτλο του «Γιατρός για όλους …»
Ταυτόχρονα και επί της ουσίας, ένα νομοσχέδιο που έχει σαφή
νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό, αποσκοπώντας στη συρρίκνωση του δημόσιου συστήματος (υγείας) και αντίστοιχα στην επέκταση της ιδιωτικής αγοράς. Και αυτό παρά το γεγονός, ότι η υγεία συνιστά κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα.
Η εκχώρηση δημοσίων δομών και δημόσιων υπηρεσιών του πεδίου της υγείας, οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) αποτελούν για την κυβέρνηση της ΝΔ τη στρατηγική για οποιαδήποτε δράση, ώστε, όπως ισχυρίζεται, να αντιμετωπιστούν τα χρόνια προβλήματα του ΕΣΥ.
Βέβαια η πανδημία έβαλε φρένο στα σχέδια αυτά, υποδεικνύοντας την αντίστροφη κατεύθυνση, δηλαδή την ανάδειξη της ανάγκης ενίσχυσης του δημόσιου χαρακτήρα της συστήματος υγείας, αφού κατέστη σαφές ότι μόνον τα δημόσια συστήματα υγείας, με έμφαση στην πρωτοβάθμια φροντίδα και στις υπηρεσίες δημόσιας υγείας, μπορούν να ανταπεξέλθουν στις μεγάλες υγειονομικές προκλήσεις.
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις που βιώνει η χώρα μας εδώ και χρόνια, αντανακλούν και στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Βασικά χαρακτηριστικά του, η μείωση των διατιθέμενων δημοσίων πόρων, η αύξηση των ιδιωτικών δαπανών, με αποτέλεσμα τις έντονες υγειονομικές ανισότητες, την ανισοκατανομή πόρων και ανθρώπινου δυναμικού και εν τέλει τις ακάλυπτες ανάγκες υγείας.
Με την πανδημική κρίση τα προβλήματα εντάθηκαν και σε αυτά προστέθηκαν και άλλα.
Η εκ μέρους της κυβέρνησης αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας, οφείλεται και στην απουσία οργανωμένων δικτύων δημόσιας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας με συνέπεια τα δημόσια νοσοκομεία να επωμιστούν σχεδόν αποκλειστικά το βάρος της υγειονομικής διαχείρισης. Έτσι η χώρα μας κατέστη πρωταθλήτρια σε θανάτους.
Το ΕΣΥ κατέστη μονοθεματικό, αφού μετατράπηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε σύστημα «μιάς νόσου» με αποτέλεσμα χιλιάδες χειρουργεία να αναβληθούν ή να ματαιωθούν και πολλές χιλιάδες ασθενείς, και όχι μόνον χρονίως πάσχοντες, να υποθεραπεύονται ή να απευθύνονται στον ιδιωτικό τομέα, αυξάνοντας τις δαπάνες υγείας που πληρώνουν «από την τσέπη τους». Έτσι εντείνονται και οι υγειονομικές ανισότητες.
Η κυβέρνηση επέλεξε να μην ενισχύσει το ΕΣΥ, με τρόπο και σε βαθμό που να λειτουργεί αποτελεσματικά. Η όποια ενίσχυσή του υπήρξε αναιμική και πρόσκαιρη, χωρίς να προσδίδονται στη λειτουργία του στοιχεία διάρκειας και συνεπώς σταθερότητας. Έγιναν προσλήψεις μόνον επικουρικού (υγειονομικού) προσωπικού, χωρίς να προωθούνται νέες προκηρύξεις για μόνιμο προσωπικό.
Ενώ επιπλέον οι μεγάλες ιδιωτικές δομές δεν επιτάχθηκαν και μόνον ελάχιστες λειτούργησαν επικουρικά, αναλαμβάνοντας μικρό αριθμό περιστατικών υπό προϋποθέσεις που εξαρτώντο από τους ιδιοκτήτες τους-τους κλινικάρχες και αντί εξαιρετικά μεγάλων αποζημιώσεων από το κράτος.
Επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με το Ν. 4486/2017, είχε δρομολογηθεί μια σημαντική μεταρρύθμιση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, με επίκεντρο την καθιέρωση του οικογενειακού γιατρού και της διεπιστημονικής ομάδας υγείας (νοσηλευτής-επισκέπτης υγείας-κοινωνικός λειτουργός), οι οποίοι αποτελούν το πρώτο σημείο «επαφής» του πολίτη με το σύστημα υγείας, παρέχοντας υπηρεσίες σε αποκεντρωμένες δημόσιες δομές (τις ΤΟΜΥ). Σε αυτό το πλαίσιο δίδεται έμφαση στην πρόληψη και προαγωγή της υγείας, στην ολιστική οικογενειακή και κοινοτική φροντίδα, στη σχολική υγεία, στην ιατρική της εργασίας, στην παρέμβαση στην κοινότητα και στην αγωγή υγείας του πληθυσμού. Με προβλήματα και δυσκολίες αλλά και με μετρήσιμα βήματα το καλοκαίρι του 2019 λειτουργούσαν οι 127 πρώτες ΤΟΜΥ σε όλη τη χώρα, αφήνοντας ήδη σημαντικό αποτύπωμα στην καθολική και ισότιμη φροντίδα των πολιτών.
Παράλληλα με την ανάπτυξη των ΤΟΜΥ και την αξιοποίηση του ιατρικού δυναμικού των Κέντρων Υγείας, ως οικογενειακών ιατρών, επιχειρήθηκε η αξιοποίηση και συμβεβλημένων με τον ΕΟΠΥΥ ιατρών.
Στον αντίποδα, με το προς ψήφιση νομοσχέδιο (για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας) υλοποιείται η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας.
Περιορίζεται η πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες δημόσιας υγείας, αφού εισάγονται κριτήρια ελεύθερης αγοράς και αποδυναμώνεται η διεπιστημονική λειτουργία του υπέρ μιας ιατροκεντρικής λογικής.
Ενισχύεται ο ρόλος των ιδιωτών ιατρών, αφού στην πραγματικότητα, χορηγούνται κίνητρα στους ιατρούς της δημόσιας πρωτοβάθμιας υγείας να παραιτηθούν από τις θέσεις τους, προκειμένου να συμβληθούν ως ιδιώτες γιατροί!
Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει πρόβλεψη για την ενίσχυση του θεσμού των ΤΟΜΥ.
Αντικαθίσταται ο οικογενειακός ιατρός, που παρέχει ολιστική φροντίδα στην οικογένεια και την κοινότητα, από τον προσωπικό ιατρό, ο οποίος μπορεί να είναι οποιασδήποτε ειδικότητας, και όχι μόνο γενικός, παθολόγος και παιδίατρος, αλλά και ιατρός που να μην είναι καν συμβεβλημένοι με τον ΕΟΠΥΥ, άρα να πληρώνεται αποκλειστικά από τους ασθενείς. Έτσι τίθεται εν αμφιβόλω ακόμη και ο θεσμός του προσωπικού ιατρού. Επιλέγεται δηλαδή μια κακώς εννοούμενη «πραγματιστική» προσαρμογή της ανάγκης για σύγχρονη πρωτοβάθμια υγεία στους διαθέσιμους πόρους, βαφτίζοντας «προσωπικούς ιατρούς» ειδικότητες που έχουν τελείως διαφορετικό ρόλο και περιεχόμενο.
Η κυβέρνηση, μη μπορώντας ευθέως να καταργήσει τις ΤΟΜΥ, καταφεύγει σε τεχνάσματα για να τις απαξιώσει ως αποκεντρωμένες δημόσιες δομές ΠΦΥ που έχουν άλλη φιλοσοφία και λογική, με έμφαση στην πρόληψη, την προαγωγή υγείας και τη φροντίδα σε επίπεδο οικογένειας και κοινότητας.
Επιπλέον εισάγονται τα «απογευματινά χειρουργεία» στα δημόσια νοσοκομεία. Οι πολίτες, προκειμένου να συντομεύσουν τις «αναμονές» για τα τακτικά χειρουργεία θα πληρώνουν «από την τσέπη τους» για να χειρουργηθούν στα απογευματινά χειρουργεία. Με αυτό τον τρόπο θα επιδεινωθεί το πρόβλημα λειτουργίας των νοσοκομείων, στο πλαίσιο της οποίας θα δεσμεύονται αναγκαίο προσωπικό και υλικοί πόροι για την εξυπηρέτηση μιας οιονεί ιδιωτικής πελατείας. Έτσι θα μετακυλισθεί το οικονομικό βάρος απαραίτητων ιατρικών πράξεων στους πολίτες, θα διευρυνθούν και θα ενταθούν οι υγειονομικές ανισότητες και θα αυξηθούν τα ποσοστά ακάλυπτων υγειονομικών αναγκών για τους ανθρώπους που δεν θα μπορούν να πληρώσουν.
Συμπερασματικά, αντί για επένδυση στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας και στο ανθρώπινο δυναμικό του, με σοβαρή αύξηση των αποδοχών, αναβάθμιση των συνθηκών εργασίας και εκπαίδευσης και ειδικά κίνητρα προσέλκυσης ιατρών σε «άγονες» δομές και ειδικότητες, η κυβερνητική επιλογή είναι τα ΣΔΙΤ, οι συγχωνεύσεις των δημόσιων δομών της ΠΦΥ, περιορισμοί στην πρόσβαση, μετακύλιση του κόστους στον πολίτη και εξυπηρέτηση επιχειρηματικών συμφερόντων στον τομέα της ΠΦΥ, της εργαστηριακής διάγνωσης και της προνοσοκομειακής φροντίδας.
Και ένα τελευταίο αλλά όχι έσχατο: Χρειάζεται ιδιαίτερη μέριμνα και βέβαια ιδιαίτερη προσέγγιση, και νομοθετική, για τα ΚΥ αγροτικού τύπου και τα αγροτικά ιατρεία ιδίως σε περιοχές άγονες, δύσκολα προσβάσιμες (ορεινές και νησιωτικές) και απομακρυσμένες σε σχέση με τα αστικά κέντρα.
Χρειάζονται κίνητρα, θεσμικά και οικονομικά, και βέβαια αποτελεσματική αντιμετώπιση του θέματος της μεταφοράς των ασθενών με ασθενοφόρα, που είτε δεν υπάρχουν ή είναι συνεχώς «χαλασμένα», είτε δεν υπάρχουν οδηγοί που να καλύπτουν τις βάρδιες.
Βάσει αυτών, χρειάζονται συνέργειες με το ΕΚΑΒ. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι αναγκαία η ίδρυση σταθμών του ΕΚΑΒ σε τοποθεσίες που να εξυπηρετούν ευρύτερες άγονες και απομακρυσμένες περιοχές, όπως ενδεικτικά η Γορτυνία στην Αρκαδία, και όχι μόνον.
Γιώργος Παπαηλιού
Βουλευτής Αρκαδίας (ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου