Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

Χαριστική βολή για το ΕΣΥ η περιστολή των… μνημονιακών οργανογραμμάτων

 

«Εκσυγχρονισμό» ονομάζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη τις συγχωνεύσεις νοσοκομείων.

Σε ακόμη ένα επικοινωνιακό σόου επιδόθηκε η κυβέρνηση παρουσιάζοντας στις 24-25 Σεπτεμβρίου 2025, σε διημερίδα για τα νοσοκομεία, μια δήθεν μεταρρύθμιση του οργανογράμματος των νοσοκομείων, δηλαδή του επίσημου σχεδίου που καθορίζει πόσες οργανικές θέσεις γιατρών, νοσηλευτών και λοιπού προσωπικού προβλέπονται. Στην πραγματικότητα όμως πίσω από τις εξαγγελίες για «αναπροσαρμογή στις σύγχρονες ανάγκες» δεν κρύβεται καμία πρόθεση εκσυγχρονισμού, αλλά ένας σχεδιασμός συγχωνεύσεων νοσοκομείων και περιορισμού θέσεων εργασίας, που θα οδηγήσουν σε νέες μετακινήσεις υγειονομικών και σε ακόμη μεγαλύτερες ελλείψεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Παναγιώτης Παπανικολάου, γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ), μιλώντας στο Documento χαρακτηρίζει τις κυβερνητικές εξαγγελίες «μια επικοινωνιακή πομφόλυγα από τις συνήθεις χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα» υπενθυμίζοντας: «Εδώ και χρόνια έχουν υποβληθεί πολύ συγκεκριμένα αιτήματα διόρθωσης του οργανογράμματος, τα οποία ουδέποτε ικανοποιήθηκαν». Κι εδώ αποκαλύπτεται η αλήθεια. Αυτό που η κυβέρνηση αποσιωπά είναι ότι το οργανόγραμμα των δημόσιων νοσοκομείων θεσπίστηκε το 2012, στη σκιά των μνημονιακών περικοπών. Δεν στηρίχτηκε ποτέ στις πραγματικές ανάγκες της δημόσιας υγείας· καταρτίστηκε με εντολές της τρόικας, για να περιορίσει δαπάνες και θέσεις εργασίας. Κι όμως, αυτό το ίδιο οργανόγραμμα εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα, δεσμεύοντας το ΕΣΥ σε ένα πλαίσιο κομμένο και ραμμένο στη λογική της λιτότητας.

Το Documento παρουσιάζει το ισχύον μνημονιακό οργανόγραμμα του 2012, ένα σχέδιο φτιαγμένο στις πιο σκληρές μέρες της κρίσης, που δεκατρία χρόνια μετά εξακολουθεί να καθορίζει –χωρίς καμία ουσιαστική αλλαγή– το παρόν και το μέλλον των δημόσιων νοσοκομείων.

Μάλιστα, το Documento ήδη από τις 17 Σεπτεμβρίου 2025 απηύθυνε επίσημο ερώτημα στο υπουργείο Υγείας για το αν ισχύει ακόμη το οργανόγραμμα του 2012. Καμία απάντηση δεν δόθηκε. Επανήλθαμε μετά τις εξαγγελίες ζητώντας χρονοδιάγραμμα για το νέο οργανόγραμμα, αλλά και πάλι σιωπή. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρά τα μεγάλα λόγια και τις τυμπανοκρουσίες για «αναβάθμιση του ΕΣΥ» και «ποιοτική δημόσια υγεία για όλους», συνεχίζει να εφαρμόζει μνημονιακή πολιτική στην υγεία. Κι αν ποτέ αλλάξει το οργανόγραμμα, όλα δείχνουν ότι δεν θα είναι προς το καλύτερο, αλλά προς το χειρότερο.


Δεκατρία χρόνια μετά

Το οργανόγραμμα των δημόσιων νοσοκομείων χαράχτηκε στη δίνη των μνημονιακών περικοπών. Φτιαγμένο όχι με βάση τις πραγματικές υγειονομικές ανάγκες, αλλά τις εντολές της τρόικας. Οι θεσμοί απαίτησαν τότε μείωση της δημόσιας δαπάνης υγείας στο 7% του ΑΕΠ, περιορισμό προσλήψεων στο ΕΣΥ, δραστική μείωση συμβάσεων επικουρικών, συγχωνεύσεις ή και κλείσιμο νοσοκομείων, καθώς και ενοποίηση εργαστηρίων. Στόχος δεν ήταν η αναβάθμιση των υπηρεσιών αλλά η εξοικονόμηση δισεκατομμυρίων, ανεξάρτητα από το κοινωνικό κόστος. Η δημόσια υγεία μετατράπηκε σε λογιστικό πίνακα και το ΕΣΥ υποτάχτηκε στις γραμμές του μνημονιακού προϋπολογισμού.

Το οργανόγραμμα του 2012 αποτύπωσε ακριβώς αυτήν τη λογική: ένα «συρρικνωμένο» ΕΣΥ, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της λιτότητας. Δεκατρία χρόνια μετά, παρά το γεγονός ότι η χώρα έχει επισήμως αφήσει πίσω της τα μνημόνια, η δημόσια υγεία παραμένει εγκλωβισμένη στο παρελθόν, καθώς το ΕΣΥ εξακολουθεί να λειτουργεί με βάση ένα σχέδιο που καταρτίστηκε στις πιο σκληρές μέρες της κρίσης. Κι έτσι, η δημόσια υγεία εξακολουθεί να μετρά γιατρούς και νοσηλευτές με εκείνο το μνημονιακό χαρτί. Οι κενές θέσεις που ανακοινώνονται σήμερα δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες· είναι υπολογισμένες πάνω σε ένα ήδη περικομμένο πλαίσιο. Ετσι, το ΕΣΥ φαίνεται να χρειάζεται «6.500 γιατρούς», ενώ στην πραγματικότητα οι ανάγκες είναι υπερδιπλάσιες.

Ο Π. Παπανικολάου εξηγεί στο Documento: «Το οργανόγραμμα των δημόσιων νοσοκομείων είναι από την περίοδο του μνημονίου γιατί οι αποφάσεις έχουν παρθεί επί Λοβέρδου τέλος του 2011. Τα ΦΕΚ βγήκαν το 2012. Πρόκειται δηλαδή για απαρχαιωμένα μνημονιακά οργανογράμματα. Οι ελλείψεις σε προσωπικό είναι πολύ μεγαλύτερες. Για τις στοιχειώδεις ανάγκες οι κενές θέσεις δεν είναι 6.500, αλλά πάνω από 8.000, γιατί τότε υπήρχαν πετσοκόμματα στους οργανισμούς αλλά και γιατί δεν συμπεριλαμβάνονταν τα Κέντρα Υγείας, που ήταν τα παλιά πολυϊατρεία του ΙΚΑ. Οσον αφορά το νοσηλευτικό προσωπικό, οι ελλείψεις είναι γύρω στις 20.000, ενώ για το λοιπό και διοικητικό προσωπικό είναι 15.000. Συνολικά λοιπόν έχουμε 35.000 ελλείψεις».

Πώς μπορεί λοιπόν να υπάρξει «ποιοτική υγεία για όλους» όταν ακόμη και σήμερα μετράμε γιατρούς με τις απαιτήσεις της τρόικας του 2012; Πώς μπορεί να μιλά κανείς για μεταρρύθμιση όταν το ΕΣΥ εξακολουθεί να λειτουργεί με βάση ένα σχέδιο φτιαγμένο στις πιο σκοτεινές μέρες της κρίσης; Αυτή δεν είναι αδράνεια. Είναι πολιτική επιλογή.


Συνειδητή επιλογή

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ήδη από το 2019, είχε δεσμευτεί για μια «ποιοτική δημόσια υγεία για όλους», με ενίσχυση προσωπικού, νέο μοντέλο διοίκησης και καλύτερες υπηρεσίες. Εξι χρόνια μετά το πιο στοιχειώδες –η επικαιροποίηση του οργανογράμματος– δεν έχει γίνει. Κι αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία. Είναι μια πολιτική απόφαση που κρατάει το ΕΣΥ εγκλωβισμένο στη λογική του μνημονίου, αφήνοντας γιατρούς και ασθενείς να παλεύουν καθημερινά με ελλείψεις που διογκώνονται.

Αν κάτι αποδεικνύει πόσο ξεπερασμένο είναι το οργανόγραμμα του 2012, αυτό είναι η σημερινή εικόνα των νοσοκομείων. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν προστεθεί νέες κλινικές, επεκτάθηκαν πτέρυγες, δημιουργήθηκαν περισσότερες ΜΕΘ και χειρουργικές αίθουσες, όμως το οργανόγραμμα που τα στελεχώνει δεν έχει αλλάξει, με αποτέλεσμα να απαιτούνται πολύ περισσότεροι γιατροί και νοσηλευτές από όσους προβλέπει το παλιό σχέδιο ώστε οι νέες υποδομές να μπορούν πραγματικά να λειτουργήσουν. Μέσα στα τελευταία τρία χρόνια οι υποδομές επεκτάθηκαν όσο ποτέ: ενδεικτικά το 2022 εγκαινιάστηκε νέα καρδιολογική κλινική στο Σωτηρία και ξεκίνησε η ανακαίνιση του νοσοκομείου Δράμας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Το 2023 το Ιδρυμα Λάτση χρηματοδότησε την αναμόρφωση της μονάδας μεταμόσχευσης αιμοποιητικών κυττάρων στο Αττικόν. Το 2025 είδαμε νέο ΤΕΠ στα Χανιά, νέα καρδιολογική μονάδα εμφραγμάτων στο Σισμανόγλειο, καινούργια πτέρυγα ΤΕΠ στο ΚΑΤ, αναβαθμισμένους χώρους στο Αλεξάνδρα, νέα κλινική επιληψίας στο ΠΑΓΝΗ και δεύτερη φάση ανακαίνισης στο νοσοκομείο Ρόδου. Η κυβέρνηση διαφημίζει όλα αυτά ως απόδειξη προόδου.

Ο Δημήτρης Βρύσαλης, πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων του ΠΑΓΝΗ (Ηράκλειο), επισήμανε χαρακτηριστικά στο Documento: «Με βάση το οργανόγραμμα το νοσοκομείο πρέπει να έχει 268 μόνιμους γιατρούς. Αυτήν τη στιγμή έχει 205. Ομως το νοσοκομείο έχει αλλάξει άρδην αυτά τα 13 χρόνια. Αρα οι ελλείψεις είναι υπερδιπλάσιες από αυτές που φαίνονται. Εχει δημιουργηθεί δεύτερη μονάδα εντατικής θεραπείας, μονάδα εγκεφαλικών, έχει μπει μηχάνημα pet scan, υπάρχει πια παιδοψυχιατρική που έχει μόνο έναν παιδοψυχίατρο. Υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στο παθολογοανατομικό εργαστήριο, στο παιδοκαρδιολογικό. Δηλαδή το οργανόγραμμα του 2012 βασίζεται σε ένα μικρότερο κατά πολύ νοσοκομείο. Κάθε μήνα το διοικητικό συμβούλιο του νοσοκομείου προχωρά κατ’ εξαίρεση στην έγκριση επιπρόσθετων εφημεριών λόγω έλλειψης γιατρών. Οι αριθμοί δεν αποτυπώνουν τη δραματική κατάσταση. Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη».

Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και ο Χάρης Στάμος, πρόεδρος Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων και Κέντρων Υγείας Θράκης και γιατρός του ΕΣΥ στο νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, ο οποίος ανέφερε στο Documento: «Το παρωχημένο οργανόγραμμα του 2012 όχι απλώς δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στις απαιτήσεις των δημόσιων νοσοκομείων, αλλά βασίζεται σε μια τελείως άλλη εποχή. Το νοσοκομείο δεν έχει μείνει ίδιο από το 2012. Πρακτικά οι οργανικές θέσεις των γιατρών του ΕΣΥ με βάση το οργανόγραμμα είναι καλυμμένες σε ένα ποσοστό του 70-80% στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης. Οι αριθμοί όμως δεν είναι ενδεικτικοί της ποιότητας υγείας που θα έπρεπε να παρέχεται και που προσφέρεται στην πραγματικότητα. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Υπάρχουν τεράστιες ελλείψεις στο ακτινολογικό. Εξίσου στα ΤΕΠ, όπου προβλέπονται δέκα θέσεις και είναι καλυμμένες οι πέντε (τρεις παθολόγοι και δύο ορθοπεδικοί). Τα ΤΕΠ έχουν επεκταθεί από τότε, άρα οι ανάγκες είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτούς τους πέντε γιατρούς που στα χαρτιά μάς λείπουν».

Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι αυτές οι υποδομές μένουν χωρίς το απαραίτητο προσωπικό. Το οργανόγραμμα του 2012 δεν έχει επικαιροποιηθεί για να προβλέψει νέες θέσεις. Ετσι, οι αίθουσες μένουν μισοάδειες, οι ΜΕΘ δουλεύουν με προσωπικό ασφαλείας, οι κλινικές δεν έχουν αρκετούς γιατρούς για να καλύψουν εφημερίες. Δηλαδή δίνεται βάρος στη «βιτρίνα» των νοσοκομείων, ενώ το ουσιαστικό –το ανθρώπινο δυναμικό– παραμένει στη λογική του μνημονίου.

Επενδύσεις σε κτίρια και μηχανήματα, αλλά σφιχτός έλεγχος στο προσωπικό. Περισσότερα τετραγωνικά, λιγότεροι γιατροί. Είναι η ίδια λογική που εφαρμόστηκε το 2012: η υγεία λογαριάζεται σαν κονδύλι που πρέπει να περιοριστεί κι όχι ως κοινωνικό δικαίωμα που πρέπει να ενισχυθεί.


Η πραγματική κατάσταση που επικρατεί στα νοσοκομεία

Η εικόνα που παρουσιάζεται για το ΕΣΥ και τις ελλείψεις του είναι παραπλανητική. Ακόμη κι αν αύριο διορίζονταν όλοι οι γιατροί που «λείπουν» βάσει του οργανογράμματος του 2012, τα νοσοκομεία θα εξακολουθούσαν να υπολειτουργούν. Τα παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά: σε μεγάλες κλινικές της Αθήνας με 40 κρεβάτια προβλέπονται μόλις τέσσερις παθολόγοι, ενώ οι πραγματικές ανάγκες ξεπερνούν τους δέκα. Σε περιφερειακά νοσοκομεία τμήματα δουλεύουν με έναν μόνιμο γιατρό, όταν απαιτούνται τουλάχιστον τέσσερις.

Ακόμη πιο αποκαλυπτική είναι η εικόνα των προκηρύξεων. Οχι μόνο οι θέσεις βασίζονται σε έναν ξεπερασμένο οργανισμό, αλλά και πολλές από όσες προκηρύσσονται μένουν άγονες. Δηλαδή το κράτος ανοίγει θέσεις και κανείς δεν εμφανίζεται να τις διεκδικήσει. Το 2023 σχεδόν οι μισές προκηρύξεις έμειναν χωρίς ενδιαφερόμενο.

Στο νοσοκομείο Κιλκίς από τις δώδεκα θέσεις που προκηρύχθηκαν καλύφθηκαν μόνο οι τρεις. Στην Κω οι πέντε θέσεις έμειναν όλες κενές. Στην Κέρκυρα σχεδόν οι μισές προκηρύξεις δεν είχαν υποψηφίους. Ακόμή και στο Αττικόν, ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της χώρας που λειτουργεί διαρκώς με ράντζα, οι θέσεις παθολόγων που άνοιξαν το 2022 καλύφθηκαν μόλις κατά το ήμισυ. Στη Θεσσαλονίκη, σε νοσοκομεία όπως το Ιπποκράτειο και το «Γ. Γεννηματάς», προκηρύξεις για αναισθησιολόγους κατέληξαν άκαρπες, με αποτέλεσμα χειρουργεία να αναβάλλονται λόγω έλλειψης προσωπικού. Στο ΑΧΕΠΑ Θεσσαλονίκης λείπουν σχεδόν 500 εργαζόμενοι. Στην Αλεξανδρούπολη, από τις 1.100 οργανικές θέσεις υπηρετούν λιγότεροι από 800, με λίστα αναμονής χειρουργείων που ξεπερνά τις 3.000. Στο Αττικόν, αντί για περίπου 270 μόνιμους γιατρούς που θα έπρεπε να έχει, υπηρετούν γύρω στους 205. Στα παιδιατρικά νοσοκομεία «Αγία Σοφία» και «Αγλαΐα Κυριακού» υπάρχει σοβαρή έλλειψη σε αναισθησιολόγους. Οι ανάγκες καλύπτονται μόλις στο 50%, με αποτέλεσμα να ακυρώνονται ή να καθυστερούν τα χειρουργεία. Τα Κέντρα Υγείας έχασαν μέσα στο 2024 σχεδόν το 10% του ιατρικού προσωπικού τους, στέλνοντας περισσότερους ασθενείς στα ήδη πιεσμένα ΤΕΠ. Στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου, μετά και τη δεύτερη φάση ανακαίνισης, εξακολουθούν να υπάρχουν κενά δεκάδων γιατρών και νοσηλευτών, με αποτέλεσμα να μη λειτουργούν πολλές από τις αναβαθμισμένες κλινικές.

documentonews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου