«Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις»
Καθημερινώς συμβαίνουν περιστατικά τα οποία σε κάνουν, προς στιγμήν έστω, να αμφισβητείς τη θεόπεμπτη αλήθεια, που λάμπει στον πυρήνα του Υπαρκτού Ελληνισμού: ότι οι Ελληνες είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου. Οι υπάλληλοι του ΕΚΑΒ, λ.χ., προχώρησαν σε απεργία, επειδή η κυβέρνηση ανοίγει παράθυρο συνεργασίας με τον ιδιωτικό τομέα (αεροδιακομιδές ασθενών, κυρίως). Σε εποχή όπου το κράτος είναι υποχρεωμένο να μαζεύει δαπάνες, οι υπάλληλοι του ΕΚΑΒ δεν καταλαβαίνουν το στοιχειώδες συμφέρον τους: ότι η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα ουσιαστικά προστατεύει τη δουλειά τους, καθώς αποτρέπει το Δημόσιο από την υπερβολική δαπάνη που θα απειλούσε το δικό τους μέλλον. Δεν το καταλαβαίνουν και αγωνίζονται για ένα ΕΚΑΒ μικρογραφία του κράτους που το δημιούργησε.
Αλλο αξιοθαύμαστο και ελληνικό ήταν η διαδήλωση των δημοσιογράφων, προ τριών ή τεσσάρων εβδομάδων, για την επαπειλούμενη, τότε, διακοπή λειτουργίας των καναλιών. Το αίτημα που κυριαρχούσε στη συγκέντρωση των εργαζομένων στα ιδιωτικά κανάλια ήταν αυτό για «μόνιμη δουλειά». Τι σχέση έχει η μονιμότητα του κρατικού υπαλλήλου με την αιτία της διαμαρτυρίας, που ήταν η κατάργηση, με διοικητική πράξη του κράτους, θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα; Καμία! Ηταν ένας ηλίθιος τρόπος –πάντως, ένας τρόπος– ώστε να μην φανεί, προς Θεού, ότι η έντιμος ελληνική δημοσιογραφία υπερασπίζεται τα «αφεντικά», τους (βοθρο)καναλάρχες! Με απερίγραπτο κυνισμό, η κυβέρνηση τους αντιμετώπιζε ως αναπόφευκτες, πλην αδιάφορες, «παράπλευρες απώλειες»· και εκείνοι ντρέπονταν να υπερασπισθούν τις επιχειρήσεις όπου εργάζονταν. Προσέξτε τον τέλειο παραλογισμό: διαμαρτύρονταν για το εισόδημα που έχαναν, όχι όμως για τον τρόπο με τον οποίο το αποκτούσαν. Τέτοια ντροπή, βρε παιδάκι μου;
Το τρίτο που συγκράτησα, από την πλούσια σε παρόμοια φρούτα επικαιρότητα, ήταν η κατάληψη στο Αριστοτέλειο, με αφορμή το γεγονός ότι μία φοιτήτρια δεν είχε να καταβάλει την εγγύηση των 150 ευρώ που ζητεί η φοιτητική εστία. Καλά! Χάθηκε ο κόσμος να μαζέψουν το ποσό, ώστε να τακτοποιηθεί η κοπέλα και να πιέσουν με άλλους τρόπους για τη λύση του προβλήματος; Ηταν ανάγκη αυτοί να επιλέξουν την ολοκληρωτική σύγκρουση του «όλα ή τίποτα»; Δηλαδή, για μην κρυβόμαστε πίσω από τις λέξεις, ήταν ανάγκη να διαλέξουν τον πόλεμο, έστω σε μια ηπιότερη μορφή του;
Ερωτήματα όπως τα παραπάνω αφορούν τον πυρήνα του καθ’ ημάς Υπαρκτού· και, αν σας απασχολούν όσο και εμένα, τότε σας εκλιπαρώ να διαβάσετε οπωσδήποτε το νέο βιβλίο του ιστορικού Γ. Β. Δερτιλή, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις», βιβλίο του οποίου τον τίτλο δανείστηκα σήμερα για τη στήλη. Με την ελπίδα ότι δεν θα αδικήσω ένα τόσο χρήσιμο και, από μια πλευρά, συγκινητικό βιβλίο, θα έλεγα ότι ο σπουδαίος σύγχρονος ιστορικός συμπυκνώνει μια ολόκληρη ζωή έρευνας επάνω στην Ιστορία του έθνους μας, προκειμένου να εξηγήσει αυτό που μας συμβαίνει σήμερα, μέσα από τη συνολική, ιστορική θεώρησή του. Γνωρίζοντας, εντούτοις, όπως σημειώνει κάπου, ότι «η Ιστορία σπανίως διδάσκει και ουδέποτε επαναλαμβάνεται. Δίνει την εντύπωση ότι επαναλαμβάνεται, αλλά κρύβει ειρωνικά την έκπληξη. Την Ιστορία την πλάθουν οι άνθρωποι με τις ιδέες και τις πράξεις τους, η Φύση με τις δικές της δυνάμεις και το Σύμπαν, που παίζει το δικό του ανεξιχνίαστο παιχνίδι. Οι άνθρωποι προσπαθούν κάτι να καταλάβουν από το παίγνιο του Σύμπαντος, μάλλον ματαίως· προσπαθούν να δαμάσουν τη Φύση του δικού τους, γήινου κόσμου, με αποτελέσματα ασήμαντα και ενίοτε απειλητικά· και όσοι κάτι μαθαίνουν από την Ιστορία προσπαθούν να αποφύγουν τα σφάλματα του παρελθόντος».
Το σχήμα με το οποίο ο ιστορικός παρουσιάζει την εξήγηση είναι η «φαύλη σπείρα» των επτά πολέμων, των τεσσάρων εμφυλίων και των επτά πτωχεύσεων, που περιγράφεται αδρά στο βιβλίο. Η δομή του βιβλίου, λόγω του έντονα προσωπικού χαρακτήρα του, δεν είναι τόσο απλή, καθώς ο συγγραφέας παρεμβάλλει κατά διαστήματα χρήσιμες συνδέσεις με το ευρύτερο έργο του, ενώ συχνά παρεμβαίνει ως πολίτης και σχολιάζει με πικρόχολη ευστοχία τα τρέχοντα. Ομως ο αναγνώστης παρακολουθεί εύκολα την ανάπτυξή του, χάρη στο απλό, καθαρό, σαφές ύφος του συγγραφέα. Ρηξικέλευθο και τολμηρό βιβλίο, ιδίως στο μέγα ζήτημα των στρατιωτικών/εξοπλιστικών δαπανών, με το οποίο ο συγγραφέας θίγει καίρια το τελευταίο και μεγαλύτερο ταμπού του ελληνικού κράτους από γενέσεώς του: τη φούσκα του στρατεύματος. Εξοχο βιβλίο, μόλις 158 σελίδες και διαβάζεται απνευστί. Θα το μοιράσω ως δώρο Χριστουγέννων.
ΥΓ. Γράφοντας το κομμάτι, έπιασα τον εαυτό μου να διστάζει: έπρεπε να χρησιμοποιήσω τον χαρακτηρισμό «σπουδαίος» για τον Δερτιλή ή ήταν υπερβολή; Ηταν στιγμή φοβερής ντροπής αυτή, αλλά εδώ μας έχουν οδηγήσει η υπερέκθεση στην υπερβολή και η επικράτηση των πολιτιστικών προτύπων του λαϊκισμού: να αναρωτιέμαι αν ο Δερτιλής, ο οποίος αφιέρωσε μια ολόκληρη ζωή στην προσφορά γνώσης «που οδηγεί στην αυτογνωσία και την επίγνωση», όπως γράφει σε άλλο σημείο του βιβλίου του, αξίζει να λέγεται σπουδαίος. Μα, οπωσδήποτε! Αν δεν είναι αυτός σπουδαίος, ποιος είναι, ο Γκλέτσος ή ο Καραπιάλης; (Με τον αρμόζοντα σεβασμό εις αμφοτέρους τους προαναφερθέντες...).
Ιδιοπροσωπία
Στον Δήμο Κυπαρισσίας, σε τουαλέτα εντός του δημαρχιακού μεγάρου, υπάρχει η εξής επιγραφή: «Μην πετάτε τα χαρτιά έξω από το παράθυρο» – προφανώς, για να μην πέφτουν στα κεφάλια ανύποπτων περαστικών (Εννοώ τουρίστες και επισκέπτες· όλοι οι άλλοι είναι Πελοποννήσιοι, οπότε δεν μπορεί να θεωρούνται ανύποπτοι...). Φαντάζομαι τη σκηνή: ο λεβέντης σκουπίζεται και αγέρωχα πετά το χαρτί από το παράθυρο – όλο αυτό, δε, απαραιτήτως σε μία κίνηση, ενιαία και σαρωτική, ώστε να δίνει τη λεβεντιά. Στην περηφάνια αυτής της ωραίας χειρονομίας βλέπω τη μοίρα που έχουμε ορίσει στον εαυτό μας εξαρχής, εδώ στον καθ’ ημάς Υπαρκτό: με το ίδιο χέρι που εξυπηρετούμεθα, να βλάπτουμε τον εαυτό μας. Βλέπω, εν τέλει, αυτό που ο μακαρίτης ονόμασε προσφυώς «ιδιοπροσωπία του λαού μας».
ΠΗΓΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου